Ο μέσος όρος ηλικίας έναρξης της ομιλίας ενός παιδιού είναι το πρώτο έτος της ζωής του. Σε αυτήν την ηλικία το παιδί κάνει τις πρώτες του προσπάθειες να προφέρει λεξούλες, ενώ ήδη έχει υιοθετήσει κάποιες άλλες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μία κατηγορία παιδιών που αρχίζουν να μιλούν λίγο αργότερα. Παρόλα αυτά, αν το παιδί μας καθυστερεί την ομιλία του, υπάρχει πιθανότητα να οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες.
Η μητρική γλώσσα είναι ένα είδος μάθησης και μάλιστα, εν μέρει, παθητικής μάθησης, καθώς το παιδί εκτίθεται καθημερινά σε αυτήν. Το παιδί δέχεται καθημερινά ακουστικά ερεθίσματα, τα οποία κατανοώντας τις έννοιες τους γίνονται βίωμά του, και εν τέλει, ο ίδιος ο λόγος του. Ακόμα και αν το παιδί βρίσκεται σε ξεχωριστό δωμάτιο και οι γονείς του μιλούν σε ένα άλλο, βρίσκεται σε διαδικασία μάθησης, καθώς ακούει την ομιλία. Αν, όμως, έχει προβλήματα ακοής τότε δεν μπορεί να δεχθεί σωστά (ή και καθόλου) τα ακουστικά ερεθίσματα, επομένως δεν μπορεί να μιλήσει σωστά (ή/και καθόλου).
Ας σκεφτούμε ένα παιδί που δεν μπορεί να ακούσει καλά και όταν η μητέρα του του λέει: “Φέρε μου την μπάλα“. Εκείνο ακούει: “Φέρει μου την πάλα“.
Δεδομένου ότι δεν έχει προηγούμενη εμπειρία σχετικά με τον κόσμο και τα περιβάλλοντα (δηλαδή ένας ενήλικος με εμπειρία ακόμα και αν άκουγε τη λέξη “πάλα” θα σκεφτόταν ότι ίσως πρόκειται για την λέξη “μπάλα“) και δεδομένου ότι η μητέρα του δεν έχει αντιληφθεί την κατάστασή του, θα θεωρεί από το παιδί ότι η “πάλα” είναι η σωστή λέξη. Αντίθετα, αν ένα παιδί, είτε με καλά αναπτυσσόμενο ακουστικό σύστημα είτε με διαταραχές στο ακουστικό σύστημα, οι οποίες, ωστόσο, αντιμετωπίζονται εγκαίρως και σωστά, ακούσει σωστά 10 φορές την ίδια λέξη, θα μπορέσει να ανακαλέσει σωστά τη λέξη ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες (π.χ. σε έντονο θόρυβο).
Η ακουστική διαταραχή μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητη στο παιδί, αλλά μπορεί να συνυπάρξει και με αυτισμό, ΔΕΠΥ, μαθησιακές δυσκολίες (π.χ. δυσλεξία), γλωσσική διαταραχή, χαμηλή νοημοσύνη.
Πολλοί γονείς υποστηρίζουν ότι αφού καθυστέρησαν οι ίδιοι να μιλήσουν όταν ήταν μικροί, λογικό να γίνει και το ίδιο με το παιδί τους. Πολλές φορές όταν μιλούν στο παιδί τους και εκείνο δεν ανταποκρίνεται, το χαρακτηρίζουν αναίσθητο και στον κόσμο του, χωρίς να θέλουν να αποδεχτούν το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ίσως χρειαστεί, δηλαδή, μία εξέταση ακοής, η οποία μάλιστα βελτιώσει την ακοή του παιδιού και την ποιότητα της ζωής του.
Εντούτοις δεν είναι κακό να ζητάμε βοήθεια και να δίνουμε βαρύτητα στα θέματα υγείας του παιδιού μας. Όπως, όταν βλέπουμε το παιδί μας να σουφρώνει το πρόσωπό του και να ζορίζει τα μάτια του για να δει τηλεόραση και καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά το πηγαίνουμε στον οφθαλμίατρο, έτσι αν δούμε ότι δυναμώνει την ένταση της τηλεόρασης ή ότι δείχνει να μας ακούει, αλλά να μην μας καταλαβαίνει, πρέπει να το πάμε σε ωτορινολαρυγγολόγο για να ελεγχθεί σωστά η ακοή του (ίσως με πιο εξειδικευμένες εξετάσεις).
Εν έτη 2016, δεν πραγματοποιείται ένας ολοκληρωμένος προληπτικός έλεγχος του ακουστικού συστήματος του παιδιού, ο οποίος μάλιστα πρέπει να επαναλαμβάνεται στα 3 έτη (νηπιαγωγείο) και στα 6 έτη (δημοτικό). Φροντίστε την υγεία του μικρού σας!
Αλεξία Σταθάκη, Ψυχολόγος