“Ο γιος μου είναι τριών ετών και δεν μιλάει ακόμα πολύ καθαρά. Δυσκολεύεται ιδιαίτερα να αυτονομηθεί με το να ντυθεί, να κουμπώσει το μπουφάν και να δέσει τα παπούτσια του. Αποσύρεται και προτιμάει το μοναχικό παιχνίδι, ενώ πολλές φορές έχει διάφορα ξεσπάσματα θυμού. Ο παιδίατρος μου είπε ότι είναι νωρίς για να πούμε το οτιδήποτε, επειδή είναι μικρός!”
Έχοντας μιλήσει διεξοδικά για τις Μαθησιακές Δυσκολίες σε προηγούμενο άρθρο, σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε σε πρώιμες ενδείξεις που νοηματοδοτούν πως ελλοχεύει κίνδυνος για την εκδήλωση Μαθησιακών Δυσκολιών, αλλά και την σημασία της έγκαιρης πρώιμης παρέμβασης. Η προσχολική ηλικία (3-6 ετών) είναι μία δύσκολη αναπτυξιακή φάση ώστε να ανιχνευθούν σημάδια Μαθησιακών Δυσκολιών, καθώς σε αυτήν την περίοδο διάφορες συμπεριφορές του παιδιού μπορεί να συγχέονται με προβληματικές συμπεριφορές ή προβληματικές συμπεριφορές να αγνοούνται, με την πεποίθηση πως πρόκειται για φυσιολογικές συμπεριφορές. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού αποτελούν ορόσημα για την μετέπειτα εξέλιξή του σε έναν λειτουργικό ενήλικα, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη πρώιμων παρεμβατικών προγραμμάτων.
Κατά την προσχολική ηλικία (3-6έτη) δεν είναι εφικτό να γίνει μία σαφής και ολοκληρωμένη διάγνωση παρά μόνο με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Eντούτοις υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ήδη από τη βρεφική ηλικία, οι οποίες γίνονται εμφανείς στην προσχολική ηλικία και μπορούν να εντοπισθούν από ενήλικες του κοντινού περιβάλλοντος του παιδιού (π.χ. γονείς, νηπιαγωγός, παιδίατρος κτλ). Πολλά παιδιά παρουσιάζουν σημαντικές πρώιμες ενδείξεις επικινδυνότητας όπως σωματικές, συμπεριφορικές, γνωστικές, γλωσσικές ή μαθησιακές ανεπάρκειες. Πιο συγκεκριμένα, ενδείξεις μαθησιακών δυσκολιών εντοπίζονται σε διαταραχές ή καθυστερήσεις στην ομιλία και το λόγο, ανεπαρκή ψυχοκινητική ανάπτυξη, φτωχή γνωστική ανάπτυξη, οπτικο-αντιληπτικές διαταραχές, δυσκολίες συγκέντρωσης, φτωχή εξοικείωση με γραπτό λόγο, κ.ά.
Ο έγκαιρος εντοπισμός των παραπάνω ενδείξεων ανοίγει τον δρόμο για τον σχεδιασμό μιας πρώιμης παρέμβασης, η οποία συμβάλλει στην αποφυγή της επικινδυνότητας για μεταγενέστερες μαθησιακές δυσκολίες και συνεπώς, στην ομαλή ανάπτυξη του παιδιού καθιστώντας το μελλοντικά έναν λειτουργικό ενήλικα. Μία πρώιμη παρέμβαση σε παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα είναι ιδιαίτερα ευεργετική και στην ομαλή προσαρμογή και πορεία του παιδιού στο σχολείο, παρά το γεγονός πως δεν καθίσταται απαραίτητο παιδιά με δυσκολίες μάθησης κατά την προσχολική ηλικία να αναπτύξουν και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες αργότερα. Η έγκαιρη ανίχνευση επιτρέπει τη δημιουργία έγκαιρων παρεμβατικών προγραμμάτων και την ψυχολογική υποστήριξη τόσο των ίδιων των παιδιών όσο και των οικογενειών τους.
Πριν την ανίχνευση πιθανών ενδείξεων επικινδυνότητας είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη, αφενός η ύπαρξη μεγάλης αναπτυξιακής διαφοράς (απόκλισης) των επιμέρους γνωστικών ή/και άλλων ικανοτήτων, δηλαδή διαφορά μεταξύ του νοητικού δυναμικού (τί είναι ικανό το παιδί να κάνει) και της σχολικής επίδοσης του παιδιού (και τί καταφέρνει εντέλει), και αφετέρου, η εξελικτική ανομοιογένεια μεταξύ των γνωστικών λειτουργιών παρεμποδίζοντας έτσι την επεξεργασία πληροφοριών. Με άλλα λόγια: “Αφού είναι τόσο έξυπνος, γιατί υστερεί εκεί;”. Είναι άξιο να αναφερθεί πως πριν την ανίχνευση ενδείξεων, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να απορριφθούν οργανικοί παράγοντες όπως προβλήματα ακοής, όρασης κτλ.
Το ερώτημα είναι αν τα παιδιά με επικινδυνότητα σε Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες ή έπειτα με διάγνωση Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών θα έπρεπε να θεωρούνται ως μία ξεχωριστή κατηγορία παιδιών με αναπτυξιακά προβλήματα, όπως αναφέρεται παραπάνω, ή απλά να φέρουν το χαρακτηριστικό πως αδυνατούν να αναπτύξουν στρατηγικές μάθησης από μόνα τους.
Δεδομένου αυτού, ότι δηλαδή αντιλαμβανόμαστε πως κάποια παιδιά έχουν την ικανότητα ανάπτυξης στρατηγικών μάθησης ενώ κάποια άλλα όχι, θα μπορούσαμε να στραφούμε στην εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα, αν ενσωματώνονταν εναλλακτικές μέθοδοι στην παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας, δεν θα έβγαιναν στην επιφάνεια τόσες μαθησιακές δυσκολίες. Όλοι θα ευνοούνταν, και οι φυσιολογικά αναπτυσσόμενοι αλλά και τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο μάθησης, όσοι δεν μπορούν να αναπτύξουν στρατηγικές από μόνοι τους για να ανταπεξέλθουν, συνήθως παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες.
Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι όσο πιο νωρίς εντοπιστούν τα δείγματα μιας μελλοντικής δυσκολίας τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι και η αντιμετώπισή της, καθώς η πρώιμη παρέμβαση αυξάνει τις πιθανότητες του παιδιού να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του και να αναπτύξει τις ικανότητές του ή/και ακόμη να αποφύγει μια μελλοντική σχολική αποτυχία. Συνεπώς, μία επίσκεψη σε έναν ειδικό με τις πρώτες ενδείξεις είναι αναγκαία, ακόμα και να αποδειχτεί πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Αντιθέτως, ακόμα και με λάθος ανίχνευση των πρώιμων ενδείξεων επικινδυνότητας, τα παρεμβατικά προγράμματα δεν είναι επιβαρυντικά για το παιδί καθώς ενισχύουν ακόμα και ένα ομαλώς αναπτυσσόμενο παιδί.